top of page

1

Heading 2

2

«Προστασία προσωπικών δεδομένων και κάμερες διαχείρισης κυκλοφορίας», σε Ενώπιον, διμηνιαία έκδοση ΔΣΘ , Τεύχος 40, 2007, σελ.26.

Το εν λόγω άρθρο, με αφορμή την υπόθεση ενώπιον του ΣτΕ σχετικά με τις κάμερες διαχείρισης κυκλοφορίας, επιχειρεί να προβεί σε στάθμιση ανάμεσα αφενός στη δημόσια ασφάλεια και αφετέρου στην προστασία των προσωπικών δεδομένων και του ιδιωτικού βίου και να επιχειρηματολογήσει σχετικά με το εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση προσβάλλεται ο πυρήνας των θιγόμενων ατομικών δικαιωμάτων. Ειδικότερα, διαλαμβάνεται ότι τα δεδομένα ήχου και εικόνας, που συνδέονται με φυσικά πρόσωπα, αποτελούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, η δε λήψη, καταγραφή, διαβίβαση και αποθήκευση των παραπάνω δεδομένων με συστήματα αντίστοιχα με το C4I κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης συνιστά επεξεργασία τους και είναι καταρχήν απαγορευμένη, αφού προσβάλλει την ιδιωτική σφαίρα του ατόμου, που αποτελεί και έκφανση της προσωπικότητας του. Κατ΄ εξαίρεση, τέτοιου είδους επεξεργασία θεωρείται επιτρεπτή, ακόμη και χωρίς τη συγκατάθεση των παρακολουθούμενων, για την προστασία προσώπων ή αγαθών ή τη ρύθμιση της κυκλοφορίας, εφόσον τηρούνται οι αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας και σύμφωνα με τους όρους, κυρίως του Ν. 2472/97 περί προστασίας προσωπικών δεδομένων. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, λόγω και των δυνατοτήτων του συγκεκριμένου συστήματος, υποστηρίζεται πως η καταγραφή και επεξεργασία των κινήσεων και της συμπεριφοράς είναι μέτρο δυσανάλογο με τον επιδιωκόμενο σκοπό η δε λειτουργία του συστήματος αντίκειται και προσβάλλει τον πυρήνα των ως άνω ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών.

«Η ασφαλιστική εισφορά ως οικονομικό βάρος και η αναδρομική επιβολή της», σε Εφημερίδα Διοικητικού Δικαίου», Ιουλ – Αύγ. 2012, εκδόσεις Σάκκουλα, σελ. 470

Η παρούσα μελέτη πραγματεύεται τη νομική φύση της ασφαλιστικής εισφοράς, εξετάζει εάν οι εν λόγω εισφορές εντάσσονται στο ρυθμιστικό πεδίο της διάταξης του άρθρου 78 παρ. 2 Σ. και αναλύει τη «νομιμότητα» αναδρομικής επιβολής ασφαλιστικών βαρών. Ειδικότερα, στη μελέτη υποστηρίζεται ότι, ενώ δεν είναι δυνατή η υπαγωγή της ασφαλιστικής εισφοράς στην έννοια του φόρου, λόγω του ανταποδοτικού της χαρακτήρα, εντούτοις, η έννοια των ασφαλιστικών εισφορών εντάσσεται στην έννοια του «οικονομικού βάρους» του άρθρου 78 παρ. 2 Σ και συνεπώς, δεν είναι επιτρεπτή από το Σύνταγμα η αναδρομική επιβολή ασφαλιστικών εισφορών πέρα από το οικονομικό έτος το προηγούμενο εκείνου κατά το οποίο επιβλήθηκε. Επιπρόσθετα, υποστηρίζεται ότι και η διοίκηση δεσμεύεται από την αρχή της μη αναδρομικής επιβολής εισφορών, ως ειδικότερη εκδήλωση της αρχής της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης καθώς και της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, αρκεί βέβαια να συντρέχουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις που αναλύονται λεπτομερώς στην μελέτη.

Heading 2

3

«H αρμοδιότητα πειθαρχικού ελέγχου σε μέλος ΔΕΠ της Ιατρικής Σχολής για παραπτώματα που συνδέονται με το κλινικό του έργο σε Πανεπιστημιακή κλινική, ανήκει στα όργανα του Πανεπιστημίου ή στα όργανα του Νοσοκομείου και της ιεραρχίας του Υπουργείου Υγείας;», σε Αρμενόπουλο, τεύχος 1, Ιανουάριος 2013, έκδοση του ΔΣΘ, σελ. 182.

Η εν λόγω δημοσίευση αναλύει την αρμοδιότητα πειθαρχικού ελέγχου μέλους ΔΕΠ της Ιατρικής Σχολής για παραπτώματα που συνδέονται με το έργο τους σε Πανεπιστημιακή κλινική και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η αρμοδιότητα ανήκει στα όργανα του Πανεπιστημίου. Ειδικότερα, υποστηρίζεται ότι σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 6 Σ. οι καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι δημόσιοι λειτουργοί που απολαμβάνουν θεσμικές εγγυήσεις κατά την άσκηση των καθηκόντων και την επιτέλεση του έργου τους. Στο πλαίσιο δε της πλήρους αυτοδιοίκησης των ΑΕΙ, περιλαμβάνεται και η εξουσία τους να αποφασίζουν για δικές τους υποθέσεις, με δικά τους όργανα, στην οποία περιλαμβάνεται προεχόντως η εξουσία εκλογής του διδακτικού αλλά και του υπαλληλικού προσωπικού, επομένως δε και απόλυσης του προσωπικού αυτού, εντός των πλαισίων των γενικών κανόνων, οι οποίοι διέπουν την οργάνωση και λειτουργία τους. Με δεδομένο άλλωστε, ότι το κλινικό έργο που παρέχουν στα Νοσοκομεία τα μέλη ΔΕΠ των ιατρικών σχολών συνδέεται άρρηκτα και αποτελεί ενιαία ενότητα με το συνολικό ακαδημαϊκό – διδακτικό και ερευνητικό τους έργο, αν ληφθεί υπόψη ότι είναι ο τόπος στον οποίο λαμβάνει χώρα η εκπαίδευση των φοιτητών αλλά και σημαντικό μέρος του ερευνητικού έργου, ο νομοθέτης προβλέπει την τοποθέτηση των καθηγητών των ΑΕΙ σε κλινικές αποκλειστικά από όργανα του Πανεπιστημίου, τα οποία, σύμφωνα και με την νομολογία, είναι τα μόνα αρμόδια να απομακρύνουν τον πανεπιστημιακό ιατρό από την κλινική. Συνεπώς, κατά τον συντάκτη, και η αρμοδιότητα πειθαρχικού ελέγχου των μελών ΔΕΠ των Iατρικών Σχολών ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα των Πανεπιστημιακών οργάνων.

4

«Η θέσπιση κατώτατου ορίου αφορολόγητου ποσού : απλή δυνατότητα ή συνταγματική επιταγή;» σε Διοικητική Δίκη, τεύχος 3/2013, εκδόσεις Σάκκουλα, σελ. 600.

Στη συγκεκριμένη μελέτη, με αφορμή το νέο φορολογικό νομοσχέδιο και τη κατάργηση του αφορολογήτου ορίου για τους ελεύθερους επαγγελματίες, επιχειρείται να παρουσιαστεί εάν είναι συνταγματικά ανεκτή η πλήρης κατάργηση του αφορολογήτου ορίου και εάν προβλέπεται κατώτατο όριο αφορολόγητου ποσού από το ισχύον Σύνταγμα. Αναλύονται οι αρχές της φορολογικής δικαιοσύνης, της καθολικότητας του φόρου και της φορολογικής ισότητας. Επίσης, αναλύεται η έννοια της φοροδοτικής ικανότητας των πολιτών και τα προσδιοριστικά στοιχεία αυτής, απαραίτητα προκειμένου να καθοριστεί η πραγματική οικονομική δύναμη του φορολογουμένου. Η ανάλυση καταλήγει στο συμπέρασμα πως η πλήρης κατάργηση του αφορολόγητου ποσού εισοδήματος θέτει σε κίνδυνο την αξιοπρεπή διαβίωση του φορολογουμένου και συνεπώς προσβάλλει τη συνταγματική αρχή του άρθρου  2 παρ. 1 Σ για το σεβασμό και την προστασία της αξίας του ανθρώπου. Ταυτόχρονα, έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την αρχή της φορολογικής δικαιοσύνης, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 4 παρ. 1 και 5 του Συντάγματος, δεδομένου πως με την κατάργηση του αφορολογήτου δε λαμβάνεται υπόψη η φοροδοτική ικανότητα εκάστου φορολογούμενου. Συνεπώς, κατά τον συντάκτη, δεν είναι ανεκτή από το ισχύον Σύνταγμα η πλήρης κατάργηση της πρόβλεψης ενός κατώτατου ορίου αφορολόγητου ποσού. Ως κατώτατο δε όριο αυτού τίθεται το όριο της αξιοπρεπούς διαβίωσης. 

5

«Περιορισμοί του δικαιώματος εκλογής κατ’ άρθρο 217 Κώδικα περί Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954) (άρθρο 104 «Εκλογιμότητα» του σχεδίου του νέου Κώδικα περί Δικηγόρων, όπως ο τελευταίος δόθηκε στη δημόσια διαβούλευση) : Συνταγματικά θεμιτοί ή όχι ;» σε Αρμενόπουλο, τεύχος 7, Ιούλιος 2013, έκδοση του ΔΣΘ, σελ. 1419.

Με το εν λόγω άρθρο επιχειρείται να αναλυθεί εάν είναι Συνταγματικά θεμιτή η προϋπόθεση που τίθεται από τον Κώδικα περί Δικηγόρων (υφιστάμενο και σχέδιο νέου Κώδικα) για την εκλογή στο αξίωμα του Προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου σε Συλλόγους που εδρεύουν σε έδρα εφετείου η συμπλήρωση δεκαετούς τουλάχιστον δικηγορικής υπηρεσίας. Αναλύονται το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 Σ.) και το άρθρο 12 παρ. 1 του Συντάγματος. Κατά τη γνώμη του συντάκτη ο συγκεκριμένος περιορισμός παραβιάζει το άρθρο 4 παρ. 1 και την αρχή της αναλογικότητας, καθώς εισάγει αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση σε βάρος των νέων δικηγόρων σε σχέση με τους μεγαλύτερους σε ηλικία. Τούτο διότι το κριτήριο της δεκαετούς δικηγορικής υπηρεσίας αφενός δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κατάλληλο και πρόσφορο για τη διακρίβωση της εμπειρίας που απαιτεί ο νόμος για την κατάληψη της θέσης του Προέδρου, αφετέρου δεν είναι ούτε αναγκαίο σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό της διασφαλίσεως της ικανής εκπροσωπήσεως των συλλογικών επαγγελματικών συμφερόντων του Δικηγορικού Συλλόγου και εκ τρίτου οι δυσμενείς συνέπειες που προκαλούνται με τον συγκεκριμένο περιορισμό – κώλυμα, ήτοι αφενός ο αποκλεισμός σχεδόν του μισού εκλογικού σώματος από την εκλογή στο αξίωμα του Προέδρου και αφετέρου η αποστέρηση από όλα τα μέλη των Δικηγορικών Συλλόγων του δικαιώματος να επιλέξουν ως Πρόεδρό τους συνάδελφο από την παραπάνω κατηγορία, η δραστική δηλαδή, συρρίκνωση του εκλογικού δικαιώματος και του δικαιώματος επιλογής όλων των δικηγόρων, σαφώς και τελούν σε προφανή δυσαναλογία με τον επιδιωκόμενο σκοπό της ικανής εκπροσώπησης των συλλογικών επαγγελματικών τους συμφερόντων και υποβαθμίζουν τους Δικηγόρους, παραβιάζοντας έτσι και την εν στενή εννοία αρχή της αναλογικότητας. Επιπρόσθετα, η δραστική συρρίκνωση του εκλογικού δικαιώματος όλων των μελών των Συλλόγων, θίγει ευθέως και άμεσα την αυτοδιοίκηση του νομικού προσώπου, ώστε παραβιάζεται και το άρθρο 12 παρ. 1 Συντ.

7

6

«Εθνική κυριαρχία, Ο.Ν.Ε. και δημοσιονομική πειθαρχία στην εποχή των μνημονίων», Δημόσια Οικονομικά και Δίκαιο, τιμητικός τόμος καθηγητή Ν. Μπάρμπα, εκδόσεις Σάκκουλα, 2013, σελ. 239.

Στη συγκεκριμένη μελέτη επιχειρείται να αναλυθεί η ανοχή του Ελληνικού Συντάγματος στο φαινόμενο της εκχώρησης αρμοδιοτήτων από τα κράτη μέλη προς την Ένωση, στην πορεία προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Αρχικά παρουσιάζονται οι απόψεις που διατυπώθηκαν στην ελληνική συνταγματική θεωρία, εκκινώντας από τη συνταγματική θεμελίωση της ένταξης της Ελλάδας στις τότε Ευρωπαϊκές Κοινότητες και συνεχίζοντας με το κατά πόσο μπορεί το άρθρο 28Σ να εξακολουθεί να παρέχει συνταγματικό έρεισμα στους περιορισμούς της κυριαρχίας που συνεπάγονται τα μετέπειτα στάδια της ευρωπαϊκής ενοποίησης, όσο καταλυτικοί κι αν αποδειχθούν οι περιορισμοί αυτοί. Ακολούθως, αναλύονται οι διατάξεις του Συντάγματος που σχετίζονται με τη δημοσιονομική και νομισματική πολιτική της χώρας και τη φορολογική εξουσία αυτής, σε συνδυασμό με τις αντίστοιχες προβλέψεις του δικαίου της Ένωσης, προκειμένου να εκτιμηθεί εάν η συμμετοχή της χώρας στην Ο.Ν.Ε. αντιβαίνει στις συγκεκριμένες διατάξεις. Τέλος, παρουσιάζονται οι ιδιαιτερότητες που ανακύπτουν από την ενεργοποίηση του «μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας», τη δανειακή Σύμβαση που υπέγραψε η Ελλάδα και γενικότερα από τη λύση που επιλέχθηκε σε επίπεδο Ένωσης προκειμένου να ξεπεραστεί η κρίση χρέους και δανεισμού που αντιμετωπίζουν κράτη μέλη αυτής. Κατά τη γνώμη του συντάκτη η τελική στάθμιση ανάμεσα στις επιταγές του εθνικού συμφέροντος για εντονότερη συμμετοχή στην ευρωπαϊκή ενοποίηση και στα όρια που θέτουν οι θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές γίνεται από το Κοινοβούλιο, που είναι το μόνο αρμόδιο και νομιμοποιούμενο όργανο στο πλαίσιο του πολιτεύματός μας. Η τελική απόφαση συνιστά μια βαθύτατα πολιτική επιλογή. Ακραίο όριο της πολιτικής επιλογής και στάθμισης είναι η προϋπόθεση να διαφυλαχθούν οι θεμελιώδεις αρχές του δημοκρατικού πολιτεύματος και της άσκησης της λαϊκής κυριαρχίας και να διατηρηθεί από το κράτος η αρμοδιότητα της αρμοδιότητας. Ζητούμενο, η προώθηση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης με ουσιαστική εμβάθυνση της δημοκρατίας σε επίπεδο Ένωσης, όπου λαμβάνει χώρα η σύνθεση της ευρωπαϊκής συγκυριαρχίας με τα τμήματα κυριαρχίας που παραχωρούν τα συμμετέχοντα κράτη μέλη. Το δε Σύνταγμα, ιδωμένο όχι ως κείμενο άκαμπτων αρχών, όχι μόνο δεν αποτελεί εμπόδιο στις παραχωρήσεις κυριαρχίας που απαιτούνται στο πλαίσιο της πορείας προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, αλλά μπορεί να αποτελέσει ένα εξαιρετικό εργαλείο για την άσκηση της ευρωπαϊκής συγκυριαρχίας στην κατεύθυνση τόσο της αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών μελών, όσο και της αλληλεγγύης μεταξύ γενεών, προβάλλοντας τον απαραβίαστο πυρήνα του ως θεσμικό ανάχωμα στις ορέξεις των αγορών και επιβάλλοντας ουσιαστικά τον έλεγχο της πολιτικής στην οικονομία.

8

«Συμβάσεις εργολαβίας εταιρειών παροχής υπηρεσιών στο Δημόσιο, τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.), τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.), τους φορείς και οργανισμούς του δημόσιου τομέα». Συμβολή στην ερμηνεία του άρθρου 68 Ν. 3863/2010 παράγραφος 5, ως ισχύει. σε Διοικητική Δίκη, τεύχος 5/2013, εκδόσεις Σάκκουλα, σελ. 1179.

Η εν λόγω μελέτη επιχειρεί να συμβάλει στην ερμηνεία της παραγράφου 5 του αρ. 68 ν. 3863/10, σχετικά με τις κυρώσεις που υφίσταται ο εργολάβος, στον οποίο έχει ανατεθεί η παροχή υπηρεσιών καθαρισμού ή/και φύλαξης από το Δημόσιο, τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.), τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.), τους φορείς και οργανισμούς του δημόσιου τομέα, σε περίπτωση που ο αποδέκτης των υπηρεσιών, είτε πρόκειται για την αναθέτουσα αρχή είτε όχι, διαπιστώσει παράβαση των όρων του άρθρου 68 ν. 3863/2010. Κατά πρώτον αναλύεται η έννοια του αποδέκτη των υπηρεσιών, η έννοια της  «παράβασης» η διαπίστωση της οποίας επιφέρει την εφαρμογή της συγκεκριμένης διάταξης και η έννοια του «χρονικού σημείου διαπίστωσης» της παράβασης ανάλογα με την οποία διαφοροποιούνται οι συνέπειες που επέρχονται. Ακολούθως, αναλύεται η διαφοροποίηση των συνεπειών που επισύρει ο νόμος, αναλόγως του χρονικού σημείου διαπίστωσης των παραβάσεων, ήτοι εάν οι παραβάσεις διαπιστωθούν κατά την εκτέλεση του έργου ή κατά τον χρόνο παραλαβής του. Αναλύεται η έννοια της παραλαβής, η χρονική έκταση του εν λόγω σταδίου και προσδιορίζεται ο δικαιολογητικός λόγος της διαφοροποίησης ανάμεσα στις κυρώσεις. Τέλος, αναλύονται οι ίδιες οι κυρώσεις και η σημασία τους για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη (αποδέκτη υπηρεσιών – εργολάβο – εργαζόμενους). Κατά τον συντάκτη, η ευθύνη που γεννά η διάταξη 68 παρ. 5 ν. 3863/2010 δεν είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη, αλλά αποτελεί παρακολούθημα της μη καταβολής του εργολαβικού ανταλλάγματος και γεννά ουσιαστικά μία ιδιάζουσα εγγυητική εξασφαλιστική ευθύνη περί καταβολής των μισθών των εργαζομένων για το χρονικό διάστημα που ο εργολάβος υφίσταται τις κυρώσεις. Στην περίπτωση δε του εδαφίου β’ της κρίσιμης διάταξης, επέρχεται αυτοδίκαιη εκ του νόμου απόσβεση όλων των από τη σύμβαση αξιώσεων του εργολάβου. Τέλος, επισημαίνεται πως η διάταξη του άρθρου 68 παρ. 5 του ν. 3863/2010, δεν εισάγει κανόνα δικονομικού δικαίου θεμελιωτικού της αρμοδιότητας των πολιτικών δικαστηρίων, παρά μόνο κανόνα ουσιαστικού δικαίου θεμελιωτικού ευθύνης, ώστε αρμόδια για την επίλυση οποιωνδήποτε διαφορών από την εκτέλεση της διοικητικής - δημόσιας σύμβασης παραμένουν τα τακτικά Διοικητικά Δικαστήρια. 

Αναγνώσματα Διεθνούς και Κοινοτικού Οικονομικού Δίκαιο, ΤΕΙ Δυτικής Μακεδονίας, Παράρτημα Καστοριάς, Τμήμα Διεθνούς Εμπορίου, 2012.

Δημοσίευση από το Τμήμα Διεθνούς Εμπορίου του ΤΕΙ Δυτικής Μακεδονίας στο πλαίσιο και για τις ανάγκες του μαθήματος : Διεθνές και Κοινοτικό Οικονομικό Δίκαιο. Περιλαμβάνει σημειώσεις σχετικά με το Κοινοτικό οικονομικό δίκαιο, τις πηγές του ευρωπαϊκού κοινοτικού και οικονομικού δικαίου, τις θεμελιώδεις αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), τη σύγκρουση μεταξύ του κοινοτικού και του εθνικού δικαίου, τα όργανα της ΕΕ, τους κανόνες λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, τις τέσσερις κοινοτικές ελευθερίες, τον Ευρωπαϊκό οικονομικό χώρο και την Οικονομική και Νομισματική Ένωση.

9

«Η δυνατότητα των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης Α΄ βαθμού να προβαίνουν σε αναγκαστικές απαλλοτριώσεις λόγω δημόσιας ωφέλειας», σε Διοικητική Δίκη, τεύχος 2/2015, εκδόσεις Σάκκουλα, σελ. 168.

Η παρούσα δημοσίευση αναλύει τη δυνατότητα των Δήμων και Κοινοτήτων να απαλλοτριώνουν αναγκαστικά αστικά ή αγροτικά ακίνητα για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Αρχικά προσδιορίζονται οι νομοθετικές διατάξεις στις οποίες προβλέπεται η εν λόγω αρμοδιότητα των ΟΤΑ Ά βαθμού καθώς και το σχετικό θεσμικό πλαίσιο ως έχει διαμορφωθεί μετά την έκδοση του ν. 3852/2010 (Καλλικράτης), με παράλληλη ανάλυση των προϋποθέσεων που απαιτεί η νομολογία για την υλοποίηση των σχετικών προβλέψεων. Επισημαίνεται ωστόσο, η προβληματική εφαρμογή τους στην πράξη που οδήγησε σε υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου και του περιβάλλοντος και τα συνακόλουθα ερωτήματα που εγείρονται, ιδίως ενόψει του άρθρου 24 του Συντάγματος το οποίο προστατεύει το φυσικό περιβάλλον και επιτάσσει τον ορθολογικό χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό. Υποστηρίζεται, με βάση την ανωτέρω διαπίστωση, πως οι κρίσιμες διατάξεις του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, εξακολουθούν να ισχύουν και να παράγουν έννομα αποτελέσματα, πλην όμως η κανονιστική τους ισχύς και ακολούθως η εξουσία (και αρμοδιότητα) των ΟΤΑ Α΄ βαθμού, περιορίζεται υπό το πρίσμα της ερμηνείας του άρθρου 24 του Συντάγματος και της πολεοδομικής νομοθεσίας. Τέλος, επισημαίνεται η απαραίτητη διαδικασία για τη λήψη μια τέτοιας απόφασης από ΟΤΑ Α΄ βαθμού, καθώς και τα αμφισβητούμενα ζητήματα σχετικά με την αρμοδιότητα για τις διαφορές που γεννώνται από την προσβολή ατομικών πράξεων, εκδιδομένων κατ’ εφαρμογή των σχετικών διατάξεων.

10

«Tax planning και διεθνής φοροαποφυγή: αλληλένδετες έννοιες, νομικοηθικά αμφίσημες», Σ. Μαυρίδης – Β. Βλασιάδου,  σε Δελτίο Φορολογικής Νομοθεσίας, τεύχος 1558, Μάρτιος 2015, σελ. 403.

Στην μελέτη αναλύεται η έννοια της φοροαποφυγής και η προσπάθεια αντιμετώπισής από τον νέο Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος (Ν. 4172/2013), με ανάλυση του κανονιστικού περιεχομένου των άρθρων 65 και 66 αυτού. Προσεγγίζονται εννοιολογικά οι νεοεισαχθείσες αόριστες νομικές έννοιες του «Κράτους με προνομιακό φορολογικό καθεστώς» και της «Ελεγχόμενης Αλλοδαπής Εταιρίας, αλλά και γενικότερα γίνεται προσπάθεια οριοθέτησης των περιπτώσεων διαπίστωσης «αμιγώς επίπλαστων καταστάσεων», όπως απαιτεί η διατύπωση των κρίσιμων διατάξεων του ΚΦΕ, με παράλληλη αναφορά και στη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώην Δ.Ε.Κ.). Σύμφωνα με τη μελέτη, το Πέμπτο Μέρος του Κ.Φ.Ε., το οποίο είναι αφιερωμένο στην αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής, ακολουθεί, μέσα σε συνθήκες ακραίας οικονομικής κρίσης, τη φιλοσοφία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ο.Ο.Σ.Α τόσο απέναντι στη φοροδιαφυγή, όσο και στην φοροαποφυγή. Έτσι, ουσιαστική αλλαγή εντοπίζεται στην αναστροφή του βάρους απόδειξης, από τη φορολογική αρχή στο φορολογούμενο, γεγονός που καταδεικνύει την αδυναμία έγκαιρης και αποτελεσματικής δράσης του φοροελεγκτικού μηχανισμού, κατά τη σύλληψη των κεκαλυμμένων τεχνικών φοροαποφυγής. Τέλος, επισημαίνεται η αυστηρή διατύπωση της ελληνικής διάταξης σε σχέση με τη νομολογία του Δ.Ε.Ε.

11

Ο διάλογος ΕΔΔΑ και εθνικού Δικαστή ως προς την πολλαπλή επιβολή κυρώσεων και την αρχή «ne bis in idem», με αφορμή την υπ’ αριθμόν 1741/2015 απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας, σε περιοδικό «Το Σύνταγμα», τεύχος 4/2015, εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, σελ. 961 επ.

Με αφορμή την υπ’ αριθμόν 1741/2015 απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας, αναλύεται ο διάλογος μεταξύ του Δικαστηρίου του Στρασβούργου και του εθνικού δικαστή, ως προς το ζήτημα της Συνταγματικότητας και της συμβατότητας με υπερνομοθετικής ισχύος κείμενα του προβλεπόμενου, από το εθνικό δίκαιο, συστήματος επιβολής πολλαπλών τελών (διοικητική κύρωση) και ταυτόχρονα επιβολής ποινής από τα ποινικά δικαστήρια στον διαπράξαντα λαθρεμπορία Η συγκεκριμένη απόφαση προσεγγίζεται σε συνδυασμό με την ΣτΕ 2067/2011 και την απόφαση του ΕΔΔΑ της 30ής Απριλίου 2015, Καπετάνιος κ.λπ. κατά Ελλάδος [προσφυγή 3453/12, 42941/12 και 9028/13] και δευτερευόντως και με την ΣτΕ Ολ 2403/2015, η οποία έλυσε σχετικά διαδικαστικά – δικονομικά ζητήματα και κυρίως τη δικονομική αντιμετώπιση της εξέτασης από το διοικητικό δικαστήριο του αμετακλήτου της οικείας ποινικής. Στο κείμενο αναλύεται η εφαρμογή της αρχής «ne bis in idem» στις διοικητικές κυρώσεις, καθώς και οι διάφορες προτάσεις νομοθετικής αντιμετώπισης των κρίσιμων ζητημάτων, οι οποίες κατά καιρούς έχουν προταθεί. Τέλος, προτείνεται ο εξορθολογισμός των προβλεπόμενων διοικητικών κυρώσεων (πολλαπλά τέλη).

12

«Η δημοσιονομική διόρθωση κατά τη διαχείριση ευρωπαϊκών κονδυλίων», σε Δελτίο Φορολογικής Νομοθεσίας, τεύχος 1589, Σεπτέμβριος 2016, σελ. 995.

Μελέτη στην οποία αναλύεται, κατά πρώτον, το νομοθετικό πλαίσιο της δημοσιονομικής διόρθωσης σχετικά με τα προγράμματα των Ευρωπαϊκών Διαρθρωτικών και Επενδυτικών Ταμείων, τόσο σε επίπεδο Ένωσης όσο και σε εθνικό επίπεδο, δυνάμει του οποίου πραγματώνεται στην ελληνική έννομη τάξη η θέσπιση του αναγκαίου πλαισίου για τον έλεγχο των δαπανών και την ανάκτηση των αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθέντων, υπό μορφή χρηματοδοτήσεων, εθνικών ή ευρωπαϊκών πόρων στο πλαίσιο επιχειρησιακών προγραμμάτων που αποσκοπούν στην επίτευξη των ευρωπαϊκών στόχων. Ακολούθως αναλύονται οι προϋποθέσεις για τη λήψη της απόφασης για δημοσιονομική διόρθωση και οι οποίες αφορούν στη φύση της ίδιας της απόφασης, στο πρόσωπο του δικαιούχου, στην αναγκαία αιτιολογία που πρέπει να διαλαμβάνει η απόφαση και στο καταλογιστέο ποσό. Αναλύεται επίσης, η ευθύνη του δημοσίου υπολόγου και παρουσιάζεται η διαδικασία επιβολής της δημοσιονομικής διόρθωσης. Από τη μελέτη αναδεικνύεται η ουσιαστική διαφοροποίηση της έκδοσης καταλογιστικής πράξης στο πεδίο υλοποίησης των ευρωπαϊκών προγραμμάτων σε σχέση με τα όσα ισχύουν επί διαδικασίας καταλογισμού δημοσίου υπολόγου (de jure, de facto) όταν ο τελευταίος διαχειρίζεται εθνικό δημόσιο χρήμα.

13

«''Φορολογικά ενήμερος''...η σύγχρονη ελληνική χίμαιρα. Αποδεικτικό Φορολογικής Ενημερότητας. : πεδίο ισχύος και προϋποθέσεις χορήγησης», Σ. Μαυρίδης – Β. Βλασιάδου, σε «ΔΗΜΟΣΙΟ ΔΙΚΑΙΟ», Επιστημονικό Περιοδικό Ένωσης Ελλήνων Δημοσιολόγων (ΕΕΔ), 2016, Τεύχος 3 (Ιούλιος - Σεπτέμβριος), σελ. 344.

Μελέτη στην οποία αναλύεται η εθνική νομοθεσία σχετικά με το Αποδεικτικό Φορολογικής ενημερότητας, το πεδίο ισχύος του και τις προϋποθέσεις χορήγησης αυτού. Παρουσιάζεται η ratio της βασικής διάταξης του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας και των σχετικών εγκυκλίων (ΠΟΛ). Ο βασικός κανόνας και οι σωρευτικές προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν στο πρόσωπο του αιτούντα Α.Φ.Ε προκειμένου να του χορηγηθεί το αποδεικτικό. Εντούτοις, αναδεικνύεται πως οι εξαιρετικές υποπεριπτώσεις που ο νομοθέτης έχει θέσει, όπως αυτές έχουν εξειδικευτεί στο άρθρο 11 της ΠΟΛ. 1274/2013, μεταθέτουν, επί της ουσίας, σε δεύτερο χρόνο, την εξακρίβωση της πλήρωσης των προϋποθέσεων του γενικού κανόνα. Στις ρυθμίσεις δε αυτές εντοπίζονται νομικοτεχνικές ατέλειες, οι οποίες λεπτομερώς προσδιορίζονται στην παρούσα μελέτη, και σε κάποια σημεία αυθαίρετες υπερβάσεις του νομοθέτη, με το πρόσχημα πάντοτε της διασφάλισης του «δημοσίου συμφέροντος». Ώστε τελικά, αφενός αναδεικνύεται η δυστοκία του σύγχρονου ελληνικού φορολογικού συστήματος, να οριοθετήσει, σε πραγματικό χρόνο, το πεδίο ισχύος του αποδεικτικού φορολογικής ενημερότητας και τις προϋποθέσεις χορήγησης αυτού και αφετέρου προτείνονται οι ρυθμίσεις που θα πρέπει να λάβουν χώρα προκειμένου να αποκατασταθούν οι αστοχίες και να επαναπροσδιοριστούν οι όροι χορήγησης αυτού.

14

«Δημόσιο χρήμα, υπόλογοι και ελεγκτικοί μηχανισμοί: ο κατασταλτικός έλεγχος βήμα προς βήμα», σε Διοικητική Δίκη, τεύχος 4/2016, εκδόσεις Σάκκουλα, σελ. 488.

Πρόκειται για μελέτη που αναλύει και παρουσιάζει τον κατασταλτικό έλεγχο των δημοσίων δαπανών στο σύνολό του. Ειδικότερα, αναλύεται ο έλεγχος των λογαριασμών των δημοσίων υπολόγων, ο οποίος συνίσταται στον έλεγχο της διαχείρισης του δημοσίου χρήματος ή υλικού με βάση τη σχετική νομοθεσία του δημοσιονομικού δικαίου. Προσεγγίζονται εννοιολογικά οι όροι του «δημοσίου υπολόγου» και του «ελλείμματος» και διερευνάται το περιεχόμενο και η διαδικασία του κατασταλτικού ελέγχου. Κατηγοριοποιούνται οι «δημόσιοι υπόλογοι», παρέχονται νομολογιακά παραδείγματα και προδιορίζονται οι έννοιες του De jure, de facto υπόλογου, συνευθυνόμενου και αχρεωστήτως λαβώντα. Αναλύεται η ευθύνη των ως άνω προσώπων και η έννοια του ελλείμματος, ουσιαστικού και τυπικού. Ακολούθως προσεγγίζεται η διαδικασία του ελέγχου βήμα προς βήμα, από τον Οικονομικό Επιθεωρητή και ήδη Δημοσιονομικό Ελεγκτή, από τον οικείο Διατάκτη και από το Ελεγκτικό Συνέδριο. Παρουσιάζεται η διαδικασία και τα όργανα του καταλογισμού και τέλος, αναλύεται η φύση της καταλογιστικής πράξης και οι δικαιοπολιτικές εγγυήσεις που πρέπει να τηρούνται για τη νομιμότητα αυτής. Ο κατασταλτικός έλεγχος των λογαριασμών των δημοσίων υπολόγων συνιστά την τρίτη διακριτή, ισόρροπα συντρέχουσα και ισότιμα κατοχυρωμένη μορφή του συνταγματικώς οργανωμένου ελεγκτικού συστήματος. Με τον ex post έλεγχο των λογαριασμών σκοπείται η αποτελεσματική διασφάλιση των δημοσίων πόρων, η οποία ωστόσο δεν θα πρέπει να τρέπεται σε πεδίο καταδυνάστευσης των δημοσίων υπολόγων, στοιχείο που προκύπτει ξεκάθαρα από την παρούσα μελέτη.

15

«Η δικονομική αυτονομία των Κρατών-μελών κατά την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου: η περίπτωση των δικονομικών Οδηγιών 89/665, 92/13 και 2007/66 για τις δημόσιες συμβάσεις», σε Ελληνική Επιθεώρηση Ευρωπαϊκού Δικαίου, τεύχος 3/2016, ΚΔΕΟΔ/ΔΣΘ.

16

«Η υποχρέωση συμμόρφωσης των Ο.Τ.Α Α΄ βαθμού και των Νομικών τους Προσώπων και η υποχρέωση (;) για εξόφληση απαιτήσεων που επιδικάσθηκαν με καταψηφιστικές δικαστικές αποφάσεις που έχουν κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστές ή έχουν καταστεί τελεσίδικες», Στ. Μαυρίδης – Αν. Κουτουλίδου σε Αρμενόπουλο, τεύχος 1/2017, έκδοση του ΔΣΘ, σελ. 24.

Η παρούσα μελέτη πραγματεύεται τη δικονομική αυτονομία που έχουν τα κράτη – μέλη κατά την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου και ιδίως την περίπτωση των δικονομικών Οδηγιών που αφορούν στις δημόσιες συμβάσεις. Αρχικά, αναλύεται η έννοια της δικονομικής αυτονομίας, ήτοι της νομολογιακής εκείνης κατασκευής που σκοπεί στο να εξασφαλιστεί η πλήρης αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης, όταν αυτό εφαρμόζεται από τα κράτη μέλη. Ακολούθως, αναλύονται οι περιορισμοί της δικονομικής αυτονομίας μέσα από τις αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, ώστε τελικά παρουσιάζεται η ουσιαστική αμφισβήτηση του όρου «αυτονομία» των κρατών – μελών.  Ειδικά όσον αφορά στο πεδίο των δημοσίων συβάσεων, παρουσιάζονται οι λόγοι πρόβλεψης ειδικών δικονομικών Οδηγιών στο ενωσιακό δίκαιο, με τις οποίες ο ενωσιακός νομοθέτης παρενέβη ουσιαστικά στο δικαιοδοτικό σύστημα των κρατών μελών, περιορίζοντας σημαντικά την ευχέρειά τους να θεσπίζουν σχετικούς δικονομικούς κανόνες. Αναλύονται οι ουσιαστικές προβλέψεις των αρχικών Οδηγιών, παρουσιάζονται οι δυσλειτουργίες στο σύστημα ανάθεσης δημόσιων συμβάσεων στο πλαίσιο των εν λόγω Οδηγιών, όπως αυτές προκύπτουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ένωσης και τελικά αναλύονται οι καινοτομίες της Οδηγίας 2007/66/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2007, που είναι η ισχύουσα Οδηγία. Κυρίως, αναλύεται το πώς οι ουσιαστικές προβλέψεις της εν λόγω Οδηγίας επηρεάστηκαν από τη νομολογία του Δικαστηρίου. Τέλος, επιχειρείται μια αποτίμηση των προβλέψεων της Οδηγίας και των συνεπειών που επιφέρει στη δικονομική αυτονομία των κρατών – μελών.

Η παρούσα μελέτη αναλύει την υποχρέωση των Δήμων και των δημοτικών νομικών προσώπων να προβούν σε εξόφληση απαιτήσεων που επιδικάστηκαν με δικαστικές αποφάσεις μέσα από δύο θεσμούς της ελληνικής έννομης τάξης, που συναρτώνται άμεσα με την αποτελεσματικότητα του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, ήτοι αφενός τη δυνατότητα εκτέλεσης των δικαστικών αποφάσεων κατά του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α και των ν.π.δ.δ και αφετέρου την υποχρέωση συμμόρφωσης της διοίκησης στις δικαστικές αποφάσεις. Αρχικά, αναλύεται η δυνατότητα κήρυξης δικαστικής απόφασης κατά Δήμου ή νομικού προσώπου Δήμου ως προσωρινά εκτελεστής τόσο στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας των διοικητικών δικαστηρίων όσο και στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων και αντίστοιχα, αφενός η υποχρέωση συμμόρφωσης σε προσωρινά εκτελεστή απόφαση και αφετέρου η δυνατότητα επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης με απόφαση προσωρινά εκτελεστή. Ακολούθως, προσεγγίζεται το ζήτημα του αν υπάρχει υποχρέωση των ΟΤΑ να εξοφλήσουν αφενός απαίτηση που επιδικάστηκε με καταψηφιστική απόφαση προσωρινά εκτελεστή και αφετέρου απαίτηση που επιδικάστηκε με καταψηφιστική απόφαση που κατέστη τελεσίδικη, τόσο εν γένει όσο και σε συνδυασμό με την υποχρέωση εξάντλησης των ενδίκων μέσων από τους Δήμους στις περιπτώσεις που αυτή προβλέπεται. Τέλος, αναλύεται η θέση του Ελεγκτικού Συνεδρίου σχετικά με τα ανωτέρω ζητήματα.

17

«Ο ακυρωτικός έλεγχος αποφάσεων των οργάνων διοίκησης των ΝΠΔΔ : Οι αποφάσεις περί αποχής των δικηγόρων (σκέψεις με αφορμή την ΣτΕ(Ολομ.) 1466/2016)», σε «ΔΗΜΟΣΙΟ ΔΙΚΑΙΟ», Επιστημονικό Περιοδικό Ένωσης Ελλήνων Δημοσιολόγων (ΕΕΔ), 2016(1), Τεύχος  (4), Οκτώβριος – Δεκέμβριος), σελ. 496.

18

«Το δικονομικό οπλοστάσιο ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατά τον προσυμβατικό έλεγχο : Αίτηση ανάκλησης – Αίτηση αναθεώρησης», σε Διοικητική Δίκη, τεύχος 3/2017, εκδόσεις Σάκκουλα, σελ. 344.

Το παρόν άρθρο πραγματεύεται τον ακυρωτικό έλεγχο των αποφάσεων των οργάνων διοίκησης των ΝΠΔΔ, με όχημα τις αποφάσεις που έλαβαν τα ΔΣ των Δικηγορικών Συλλόγων περί αποχής των δικηγόρων και με αφορμή τον έλεγχο των εν λόγω αποφάσεων από το ανώτατο ακυρωτικό και κυρίως την απόφαση ΣτΕ(Ολομ.) 1466/2016. Η ανάλυση έχει δύο σκέλη, αφενός το ουσιαστικό, σχετιζόμενο με την κρίση περί (αντι)συνταγματικότητας της κηρυχθείσας αποχής των δικηγορικών συλλόγων και αφετέρου το δικονομικό σκέλος σχετικά με την εκτελεστότητα των προσβαλλόμενων πράξεων. Όσον αφορά στο δικονομικό παρουσιάζεται ο προβληματισμός σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 32 π.δ./τος 18/1989 και την κατασκευή στην οποία προέβη το Δικαστήριο, προκρίνεται ωστόσο από τον μελετητή η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 32 παρ. 3 π.δ./τος 18/1989. Όσον αφορά στα ουσιαστικά ζητήματα, αρχικά θεμελιώνεται συνταγματικά το δικαίωμα κήρυξης αποχής και παρουσιάζεται το σύστημα ελέγχου των περιορισμών των δικαιωμάτων, ώστε τελικά προτείνεται ένας περιορισμός που ενδεχομένως θα ικανοποιούσε την αναλογικότητα και δεν θα έπληττε τον πυρήνα του δικαιώματος στην αποχή. Τέλος, αναλύεται η φύση του ακυρωτικού ελέγχου, ο οποίος είναι έλεγχος ορίων και όχι επιλογών, για να διατυπωθεί η κρίση πως στη συγκεκριμένη περίπτωση πλήττεται ευθέως ο πυρήνας του δικαιώματος αποχής των δικηγόρων.

Το παρόν άρθρο πραγματεύεται τον ακυρωτικό έλεγχο των αποφάσεων των οργάνων διοίκησης των ΝΠΔΔ, με όχημα τις αποφάσεις που έλαβαν τα ΔΣ των Δικηγορικών Συλλόγων περί αποχής των δικηγόρων και με αφορμή τον έλεγχο των εν λόγω αποφάσεων από το ανώτατο ακυρωτικό και κυρίως την απόφαση ΣτΕ(Ολομ.) 1466/2016. Η ανάλυση έχει δύο σκέλη, αφενός το ουσιαστικό, σχετιζόμενο με την κρίση περί (αντι)συνταγματικότητας της κηρυχθείσας αποχής των δικηγορικών συλλόγων και αφετέρου το δικονομικό σκέλος σχετικά με την εκτελεστότητα των προσβαλλόμενων πράξεων. Όσον αφορά στο δικονομικό παρουσιάζεται ο προβληματισμός σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 32 π.δ./τος 18/1989 και την κατασκευή στην οποία προέβη το Δικαστήριο, προκρίνεται ωστόσο από τον μελετητή η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 32 παρ. 3 π.δ./τος 18/1989. Όσον αφορά στα ουσιαστικά ζητήματα, αρχικά θεμελιώνεται συνταγματικά το δικαίωμα κήρυξης αποχής και παρουσιάζεται το σύστημα ελέγχου των περιορισμών των δικαιωμάτων, ώστε τελικά προτείνεται ένας περιορισμός που ενδεχομένως θα ικανοποιούσε την αναλογικότητα και δεν θα έπληττε τον πυρήνα του δικαιώματος στην αποχή. Τέλος, αναλύεται η φύση του ακυρωτικού ελέγχου, ο οποίος είναι έλεγχος ορίων και όχι επιλογών, για να διατυπωθεί η κρίση πως στη συγκεκριμένη περίπτωση πλήττεται ευθέως ο πυρήνας του δικαιώματος αποχής των δικηγόρων.

19

«Υπόλογοι Διαχειριστές χρηματικών ενταλμάτων προπληρωμής», Δελτίο Φορολογικής Νομοθεσίας, τεύχος 1612, Σεπτέμβριος 2017, σελ.1013.  

Το παρόν άρθρο πραγματεύεται τον ακυρωτικό έλεγχο των αποφάσεων των οργάνων διοίκησης των ΝΠΔΔ, με όχημα τις αποφάσεις που έλαβαν τα ΔΣ των Δικηγορικών Συλλόγων περί αποχής των δικηγόρων και με αφορμή τον έλεγχο των εν λόγω αποφάσεων από το ανώτατο ακυρωτικό και κυρίως την απόφαση ΣτΕ(Ολομ.) 1466/2016. Η ανάλυση έχει δύο σκέλη, αφενός το ουσιαστικό, σχετιζόμενο με την κρίση περί (αντι)συνταγματικότητας της κηρυχθείσας αποχής των δικηγορικών συλλόγων και αφετέρου το δικονομικό σκέλος σχετικά με την εκτελεστότητα των προσβαλλόμενων πράξεων. Όσον αφορά στο δικονομικό παρουσιάζεται ο προβληματισμός σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 32 π.δ./τος 18/1989 και την κατασκευή στην οποία προέβη το Δικαστήριο, προκρίνεται ωστόσο από τον μελετητή η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 32 παρ. 3 π.δ./τος 18/1989. Όσον αφορά στα ουσιαστικά ζητήματα, αρχικά θεμελιώνεται συνταγματικά το δικαίωμα κήρυξης αποχής και παρουσιάζεται το σύστημα ελέγχου των περιορισμών των δικαιωμάτων, ώστε τελικά προτείνεται ένας περιορισμός που ενδεχομένως θα ικανοποιούσε την αναλογικότητα και δεν θα έπληττε τον πυρήνα του δικαιώματος στην αποχή. Τέλος, αναλύεται η φύση του ακυρωτικού ελέγχου, ο οποίος είναι έλεγχος ορίων και όχι επιλογών, για να διατυπωθεί η κρίση πως στη συγκεκριμένη περίπτωση πλήττεται ευθέως ο πυρήνας του δικαιώματος αποχής των δικηγόρων.

bottom of page